Θέατρο χωρίς εισιτήριο

Θέατρο στο βουνό. Ιστορία και μνήμη στα χρόνια της κατοχής. Συγγραφέας: Κυριάκος Βλαχόπουλος

 

Εκδόσεις: Δυσήνιος Τύπος
Σελίδες: 224
Διαστάσεις: 24 x 17
Τιμή: 14 + ΦΠΑ

«Εμένα με ενδιέφερε ο άνθρωπος που υποφέρει. Το πρόσωπο κάθε ανθρώπου είναι η θεατρική σκηνή στην οποία εκτυλίσσονται τα συναισθήματα, η ίδια η ζωή»

Έτσι περιέγραφε ο αγωνιστής φωτογράφος Κώστας Μπαλάφας τον τρόπο που έβλεπε μέσα από τον φακό του τον επαναστατημένο λαό της υπαίθρου στα χρόνια της Κατοχής και της Αντίστασης. Και πράγματι, αυτός είναι ο τρόπος που διατηρείται ζωντανή η ιστορική μνήμη: στις προφορικές μαρτυρίες, στις αυτοεκδόσεις των αγωνιστών, στα φωτογραφικά λευκώματα, στα ντοκιμαντέρ και τις ιστορικές μελέτες, οι νεότερες γενιές αναζητούν το νήμα που τις συνδέει με την αγωνιστική παράδοση του λαού μας.

Η παρούσα ιστορική μελέτη αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Ο ερευνητής ως ενεργό κοινωνικό και πολιτικό υποκείμενο τοποθετείται εξ αρχής στην πλευρά των «ηττημένων» της ταξικής σύγκρουσης του ’40 -’49 και επιχειρεί μια ανασύνθεση των εμπειριών της επαναστατημένης αγροτικής και εργατικής τάξης συνεισφέροντας στην κοινωνική και πολιτισμική ιστορία του τόπου, μια δουλειά που εν τέλει επαναφέρει το ζήτημα της σχέσης Τέχνης και Αγώνα. Μια δουλειά πολύπλευρη καθώς, μέσα από την έρευνα και το αρχειακό υλικό για τη θεατρική δραματουργία και την πολιτιστική άνθιση, φωτίζει υποτιμημένες πλευρές του αγώνα και κρατάει ανοιχτό το δρόμο για την παραπέρα μελέτη της ιστορίας του θεάτρου αλλά και των ταξικών αγώνων στην Ελλάδα.
Αν δει κανείς τη μεγάλη εικόνα, μια νέα γενιά ιστορικών που ενηλικιώνεται την περίοδο της πιο πρόσφατης παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης, συγκροτεί την κοινωνική και πολιτική της ταυτότητα παράλληλα με τον Δεκέμβρη του ’08, τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις του ’10 - ’12 και την ορμητική επαναφορά της Ιστορίας στο προσκήνιο. Είναι η εποχή που ο λαός αναζητά τις αγωνιστικές του μνήμες και τα «χρόνια της φωτιάς» -η Κατοχή, η Αντίσταση, ο Εμφύλιος- γίνονται μέρος της δημόσιας συζήτησης από τα καφενεία και τα τηλεοπτικά πάνελ μέχρι τις πολιτικές οργανώσεις και τις πανεπιστημιακές αίθουσες.

Σε αυτό το πλαίσιο επανέρχεται και η συζήτηση για το ρόλο της επιστήμης της Ιστορίας, για το ρόλο του ιστορικού. Γίνεται ξανά συνείδηση πώς η ιστορία δεν είναι μουσειακό έκθεμα, δε γράφεται σε ιστορικό κενό, δεν είναι ουδέτερη; ότι η ιδεολογική της χρήση αποτελεί κρίσιμο ζήτημα για την ιστορική εξέλιξη και η αφήγησή της αποτελεί κομμάτι της ταξικής πάλης. Κι αν η σύγχρονη ελληνική ιστοριογραφία έχει τις ρίζες της μπλεγμένες ανάμεσα στη μυθιστορηματική ιστοριογραφία του Παπαρρηγόπουλου που συγκρότησε τους μύθους του έθνους και την μαρξική αλλά στενά περιορισμένη ιστοριογραφία του Κορδάτου, θεωρώ ότι όσοι απ’ τις νέες γενιές ιστορικών έρχονται σε επαφή με τα σύγχρονα αντι-συγκεντρωτικά και αντι-εξουσιαστικά ρεύματα μπορούν να διευρύνουν το δρόμο που άνοιξαν οι Βρετανοί κομμουνιστές ιστορικοί τη δεκαετία του ’50 και να συνεισφέρουν τα μέγιστα σε μια κοινωνική και πολιτισμική ιστορία που γράφεται μεν από ταξική σκοπιά αλλά διατηρεί ακέραιη την επιστημονική ιστοριογραφική αρτιότητα. Μια ιστοριογραφία που -όπως το Θέατρο στην Αντίσταση ξεπέρασε τα όρια της «στρατευμένης τέχνης» και της ιδεολογικής καθοδήγησης- αναμετριέται με την αυτοκριτική ειλικρίνεια και γράφεται με τη μεθοδολογική ακρίβεια που αντιστοιχεί στις αρχές και τις αξίες του απελευθερωτικού αγώνα.

Ως κοινωνία χρειαζόμαστε πρώτα και κύρια τη συλλογική μνήμη, της οποίας η διατήρηση αποτελεί καθήκον και των κινημάτων και των ιστορικών που θέλουν να αναφέρονται σε αυτά. Η συλλογική μνήμη αποτελεί εκ των πραγμάτων θεμέλιο των ανθρώπινων κοινοτήτων ενώ η ιστορική συνέχεια των αγώνων είναι μια υλική, πραγματική ανάγκη των αγωνιστών, απαραίτητο εργαλείο για τη μελέτη, την αξιολόγηση και την κριτική που χρειάζεται ένα κίνημα. Η δεκαετία του ’40 από τη σκοπιά της κοινωνικής - ταξικής απελευθέρωσης προσφέρει αμέτρητα μαθήματα ακριβώς γιατί αποτέλεσε μια πραγματική λαϊκή επαναστατική διαδικασία, όχι μόνο από την άποψη του ένοπλου οργανωμένου αγώνα αλλά με τη βαθιά διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων, την πολιτισμική έκρηξη και τις δομές λαϊκής αυτοοργάνωσης και εξουσίας.

Το «Θέατρο στο βουνό» τοποθετείται εδώ ως μία ακόμα μορφή του πολύμορφου αγώνα. Και ίσως η σημαντικότερη συνεισφορά αυτής της μελέτης να είναι ο τρόπος που εμπεδώνει την βαθύτερη ανάγκη που κινεί την ιστορία. Από το «αν δεν μπορώ να χορέψω, δεν είναι η επανάστασή μου» της Γκόλντμαν μέχρι το «Πολεμάμε και Τραγουδάμε» της ΕΠΟΝ και του ΕΛΑΣ, η επανάσταση είναι η γιορτή των ταπεινωμένων και καταφρονημένων της ιστορίας, η εκδίκηση όχι μόνο για το ψωμί αλλά για κάθε στιγμή χαράς και δημιουργίας που μας στερήθηκε.

Στάθης Κ. Ε.
από τον πρόλογο της έκδοσης

Pin It