Εικονική αισθητική και τέχνη

Γράφει ο Απόστολος Αποστόλου, καθηγητής πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας

 

O Michael Rush αναφερόμενος στον όρο εικονικός γράφει: «όρος virtual -εικονικός- εμφανίσθηκε πριν από μερικούς αιώνες και σημαίνει το όμοιο προς το πραγματικό, αλλά όχι το ίδιο το πραγματικό. Όπως είναι π.χ. το είδωλο στον καθρέφτη· ένα ομοίωμα του πραγματικού. Οι καιροί αλλάζουν, όμως. Εμπρός στα μάτια μας, η πραγματικότητα και όλα αυτά τα πραγματικά που την συναπαρτίζουν, έχουν αλλάξει. H εικονική πραγματικότητα έχει τόσο βαθιά διεισδύσει στην πραγματική ζωή μας ώστε, μια μέρα μπορεί να ξυπνήσουμε και να μην μπορούμε να διακρίνουμε τι είναι πραγματικό και τι ομοίωμά του.»

Επίσης διαβάζουμε από την Wikipedia «ότι ο όρος εικονική πραγματικότητα αναφέρθηκε για πρώτη φορά από τον Γάλλο Αντονέν Αρτώ το 1932, στο δοκίμιό του με τίτλο Le Théâtre Alchimique αλλά και το 1938 στο Le Théâtre et son Double, όπου αναφέρθηκε στο θέατρο ως μία εικονική πραγματικότητα ("la réalite virtuelle"). Ο όρος "εικονικός" (virtual), από τα μέσα του 1400, έχει τον ορισμό "να είναι κάτι στην αίσθηση ή την επίδραση, αλλά όχι στην πραγματικότητα ή στο γεγονός".»

Πέρα από τα παραπάνω τα οποία ουσιαστικά αποτελούν μια ιστορική καταγραφή του όρου εικονικός, υπάρχει και μια οντολογική διάσταση της έννοιας που λίγοι την προσεγγίζουν με επάρκεια ή με φιλοσοφική τεκμηρίωση. Ακόμη και ο Κλοντ Καντόζ ο πρώην διευθυντής του ACROE, δηλαδή του ερευνητικού κέντρου του γαλλικού Υπουργείου Πολιτισμού, στην προσπάθεια του να προσεγγίσει την εξέλιξη του εικονικού προσφεύγει σε φιλοσοφικές τεκμηριώσεις αναφορικά με τη διαδικασία και εξέλιξη του φαινομένου.

Έτσι μεταξύ των πολλών που αναφέρεται στο έργο του με τίτλο «Εικονική Πραγματικότητα» (Réalité Virtuelle, Ed, Flammarion, 1997) αναζητείται και η προσέγγιση εκείνη της οντολογικής χροιάς. Θα μας πει ότι: «Το εικονικό από τη λατινική λέξη virtus, αρετή δύναμη είναι εκείνο που υπάρχει εν δυνάμει στο πραγματικό, εκείνο που εμπεριέχει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την πραγματοποίηση του. Αλλά τότε τι είδους είναι μια πραγματικότητα η οποία εμπεριέχει όλες τις προϋποθέσεις για την πραγμάτωση της;»

Το ερώτημα που θέτει ο Κλοντ Καντόζ είναι σαφώς ένα ερώτημα στις προοπτικές της φιλοσοφικής αναλυτικής. Το πραγματικό έχει ανάγκη από ένα υπερ-πραγματικό; Φαίνεται πως η πραγματικότητα άρχισε να αποχρωματίζεται ή να συνηθίζεται ως μόνιμη και οριστική κατάσταση και έχει ανάγκη να φιλοξενήσει μια άλλη υπερ- πραγματικότητα.

Ο Κώστας Αξελός επηρεασμένος σαφώς από τον Μ. Χάιντεγκερ όταν εκείνος αναφερόμενος στην τεχνολογία ως δυναμική που θα ισοπεδώσει την ανθρώπινη υπόσταση θα ταυτίσει την τεχνική με την κυριαρχία και πιο συγκεκριμένα με την κυριαρχία του «Συ-στήματος», θα προσπαθήσει με τη σειρά του ο Κ. Αξελός να συντονιστεί με το επερχόμενο της νέας εποχής και τον άνθρωπο έτσι όπως συστήνεται και διεκδικεί αλλά και προκαλεί το πεπρωμένο του. Διακρίνοντας ότι η εποχή έχει επιβάλει τους όρους της εικονικότητας ως όρους ενός νέου οντολογικού περιγράμματος.

Γράφει: «Η εικονικότητα είναι ουσιωδώς νεωτερική διότι οι μύθοι και οι θρησκευτικές δοξασίες είναι διαφορετικής φύσεως. Η εικονικότητα δεν υπάγεται στο προσομοίωμα που είναι κάτι το οποίο θα προσομοίαζε με μια αλήθεια. Δεν υπερίπταται πάνω από τα κεφάλια μας, απ’ τις καρδιές μας, από τις συναισθήσεις μας. Όπως και όλα τα υπόλοιπα είναι κι αυτή τεχνικοποιημένη, μαζικοποιημένη. Μιλώντας για το virtual, το οποίο παρ’ ότι μπορεί να επικαιροποιηθεί ανήκει κι αυτό επίσης στη μεγάλη σφαίρα του εικονικού, δεν πρέπει να το καταστήσουμε ιδιαίτερο τομέα, χωριστό από τα υπόλοιπα που δεν είναι υπόλοιπα. Η ιδεολογία ανήκει κι αυτή στο βασίλειο της εικονικότητας .»

Και προχωρά ακόμη περισσότερο ο Κ. Αξελός βάζοντας και το ζήτημα της αναζήτησης της εικονικής σύμβασης υπογραμμίζοντας ότι: «Δεν είναι δυνατόν να ψάξει κανείς να δει τους δεσμούς μεταξύ της εικονικότητας, της
σύμβασης (του ως εάν), της αυταπάτης, κ.λπ. Ο στόχος αυτός θα μπορούσε να επιτευχθεί μ’ ένα συγκριτικό λεξικό των όρων. Προκειμένου όμως να επιχειρήσει κανείς να σκεφθεί την εικονικότητα, είναι απαραίτητη μια διαύγεια-αλλά διαύγεια χωρίς ρωγμές δεν υπάρχει-, παρ’ όλο που ο πειρασμός της ύπατης διαύγειας ανήκει επίσης στη σφαίρα της εικονικότητας, το ίδιο όπως και η αξίωση της υπαρξιακής ή ό,τι άλλο θέλει κανείς, αυθεντικότητας.»

Ωστόσο κοινωνιολόγοι, εικαστικοί, και λοιποί αναλυτές, ψάχνουν να βρουν τα δεδομένα της εικονικής πραγματικότητας. Ο Michael Rush παρατηρεί την κινητικότητα του όρου και γράφει: «Τον όρο (εικονικότητα) επανέφερε με την τεχνολογική του έννοια το 1989 ο Αμερικανός συγγραφέας και πρωτοπόρος της εικονικής πραγματικότητας, Τζάρον Λέινιερ. Είναι ιδρυτής της εταιρείας VPL Research, η οποία ανέπτυξε μερικά από τα πρώτα συστήματα τη δεκαετία του 1980. Όρισε την εικονική πραγματικότητα ως ένα "αλληλεπιδραστικό, τρισδιάστατο περιβάλλον, φτιαγμένο από υπολογιστή, στο οποίο μπορεί κάποιος να εμβυθιστεί.»

Η οντολογία της εικονικότητας σαφώς και πάει πέρα από τις κοινωνιολογικές εικαστικές ή ψυχαναλυτικές ερμηνευτικές και αυτό το γνωρίζει ο Κ. Αξελός ως εκ τούτου αναζητά τα ιδιαίτερα εκείνα στοιχεία που θα γίνουν οι συντελεστικοί παράγοντες της ανθρώπινης μεταστοιχείωσης.
Παρατηρεί: «Αν το παρελθόν και το παρόν γνώρισαν την κυριαρχία ενός μεγάλου αριθμού σημαντικών ή δευτερευουσών εικονικοτήτων, η δική μας πρόβλεψη και πρόγνωση του μέλλοντος είναι εξ ίσου προσδιορισμένη από εικονικότητες. Εκείνο, όμως, που μοιάζει εξαιρετικά περίπλοκο είναι να φθάσει κανείς να διακρίνει την εικονικότητα από αυτό που δεν είναι εικονικότητα, επειδή η αίγλη της περιβάλλει επίσης όλα όσα δεν θεωρούνται ότι έχουν σχέση μαζί της.»

Η εικονικότητα λοιπόν σύμφωνα με τον Κ. Αξελό υπήρχε και θα υπάρχει ως μια διαδικασία αναπαράστασης, αλλά αν η εποχή μας είναι κεντροθετημένη στην εικονικότητα όσο ποτέ άλλοτε τούτο σημαίνει ότι η εικονικότητα γίνεται το άλλοθι μιας ανάγκης για να υπερβούμε εκείνο που μας τρομάζει ή που το βαρεθήκαμε ή εκείνο που το αναζητούμε με ματαιότητα.

Συνεχίζει επίσης ο Κ. Αξελός: «Το να θέλει κανείς ν’ αποκαλύψει την εικονικότητα ως τέτοια, καθώς και κάθε εικονικότητα, ή και να ελπίζει ακόμη ότι μπορεί να το κάνει, είναι κάτι που προέρχεται από την ακαταπίεστη εικονικότητα η οποία, ανάμεσα στο υπερπλήρες και στο κενό, ορίζει και τις στιγμές της ευτυχίας και τις στιγμές της δυστυχίας. Είτε μένει κανείς συσπασμένος με μια ευημερία, είτε βλέπει όντα και πράγματα να χάνονται στη μερική ή ολική καταβαράθρωση, αυτό είναι κάτι που προέρχεται από την κρυμμένη δύναμη της εικονικότητας η οποία κατορθώνει ακόμη και να κρύψει-κι αυτό εν αγνοία της- τα ελατήρια της καλής ώρας ή της μικρής ή και μεγάλης καταστροφής.»

Η εικονικότητα κρύβει για τον Κ. Αξελό μια δύναμη που επικαλύπτει και ανοίγει ή ανοίγει και περιορίζει τους ορίζοντες εκείνους που διασχίζουν υπόγεια την ανθρώπινη πορεία και τα ανθρώπινα τελούμενα.

Πως όμως μπορεί να ταυτιστεί η εικονικότητα; Με το όνειρο; Με τη φαντασία; Με την επινόηση; Και επ’ αυτού ο Κ. Αξελός θα γράψει: «Όνειρο και εικονικότητα πρέπει να παραμένουν επιμελώς διακριτά. Το όνειρο δεν είναι μια νυχτερινή εικονικότητα. Η προσέγγιση του ονείρου- της γλώσσας και της εικονοποιΐας του- γίνεται σε μια γλώσσα της ημέρας και, κατά συνέπεια αστοχεί ως προς το μυστικό του. Ακόμη κι όταν ονειρευόμαστε τη ζωή μας, ανίκανοι να ζήσουμε τα όνειρά μας, πλευρίζουμε.»

Συμπερασματικά η οντολογία της εικονικότητας αποτελεί την ίδια τη ζωή που καταφέρνει να προσομοιάζει οτιδήποτε πληρώνει και αδειάζει τις σκοποθεσίες, τις επιθυμίες και τις φαντασίες του ανθρώπινου περιέχοντος.

Εικονικότητα και εικονικός κόσμος

Που εγείρεται και που αποσπάται όμως η εικονικότητα; Υπάρχει μια δύναμη της εικονικότητας; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι σαφώς και υπάρχει γιατί καλύπτει ολόκληρο τον κόσμο και τις λειτουργίες του. Η εικονικότητα υπάρχει στη τεχνολογία, στη σύγχρονη τέχνη (ο Κ. Αξελός γράφει για παράδειγμα ότι δεν υπάρχει εικονικότητα σε μια φούγκα του Μπαχ) και αυτό γιατί ίσως η τέχνη κινείται σε μια κλίμακα μεταξύ σιωπής ή ανείπωτου έκφρασης και αναζήτησης γίνεται με άλλα λόγια μια αινιγματική διαφορά που παλαιότερα απομάκρυνε ίσως την εικονικότητα αλλά σήμερα την επιβάλλει. Όμως η εικονικότητα εισβάλλει σήμερα παντού, ακόμη και στις πολιτικές θεωρητικοποιημένες δραστηριότητες. Εξάλλου το βλέπουμε καθαρά ότι οι προθέσεις των πολιτικών θεωρητικοποιημένων δραστηριοτήτων εντάσσονται πλήρως στο εικονικό.

Ο Michael Rush αναφορικά με την εικονικότητα και την εξοικείωση της στο σύγχρονο γίγνεσθαι θα γράψει: «Το 2003, ο συγγραφέας Γουίλιαμ Ρ. Σέρμαν και ο ερευνητής Άλαν Μπ. Κρεγκ όρισαν την εικονική πραγματικότητα ως ένα μέσο το οποίο αποτελείται "από αλληλεπιδραστικές εξομοιώσεις με υπολογιστή, οι οποίες “αισθάνονται” την θέση και τις ενέργειες του χρήστη, και αντικαθιστούν ή επαυξάνουν την ανάδραση σε μία ή παραπάνω αισθήσεις, δίνοντας το αίσθημα της πνευματικής εμβύθισης ή παρουσίας στην εξομοίωση (ένας εικονικός κόσμος)»

Ο Michael Rush διακρίνει μια «Μαγεία του ψηφιακού» τονίζοντας ότι «Υπάρχουν κι εκείνοι που επενδύουν ακριβώς σε αυτό. Από τον Πίτερ Τζάκσον που μέσω κομπιούτερ αναβίωσε φανταστικά τον έρωτα του γορίλλα με την ξανθιά στον «Κινγκ Κονγκ» έως τους δημιουργούς των αιματηρών μαχών στα πλεϊστέσιον, όλοι τούτοι οι σττυλοβάτες της ψυχαγωγίας των εκατομμυρίων, δεν κάνουν άλλο τίποτα από το να προωθούν την ψεύτικη μαγεία του ψηφιακού. Και εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο, είναι πρόθυμοι να ανταλλάξουν την πραγματική τους πραγματικότητα για την εικονική πραγματικότητα που τους προσφέρεται στις οθόνες των κινηματογράφων· κι ακόμη περισσότεροι στις οθόνες των υπολογιστών όπου αναζητούν την επαφή. Η «εικονική πραγματικότητα» υπήρχε καινούργια στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Μολονότι τότε τα υλικά, τα σύνεργα, οι συσκευές ήταν, σε σύγκριση με τα σημερινά, χοντροφτιαγμένα και σίγουρα πολύ πιο ακριβά, όμως φαινόταν ακατανίκητη η επιθυμία για πλήρη απορρόφηση του πραγματικού κόσμου μέσα στον φανταστικό, μέσω κομπιούτερ. Το 1993 μια έκθεση με τίτλο «Εικονική πραγματικότητα, ένα αναδυόμενο μέσο», στο τμήμα του Σόχο του Μουσείου Σόλομον Γκούγκενχαϊμ, φιλοδοξούσε να προλάβει αυτό που προέβλεπε ότι συντομότατα θα γινόταν κύμα το οποίο θα κατέπνιγε όλα τα άλλα. Γιατί δεν φούσκωσε όμως το κύμα εκείνο; O οργανωτής της έκθεσης Τζον Ιπολίτο λέει ότι «η πρωταρχική υπόσχεση της εικονικής πραγματικότητας ότι θα κατασκεύαζε έναν φανταστικό τόπο όπου η συνείδηση θα περιπλανιώταν απελευθερωμένη από τα δεσμά του σώματος, έγινε ένα κοινωνικό απολίθωμα». Υπήρχε όμως ένα μεγαλύτερο, πιο συγκεκριμένο πρόβλημα. Ενώ τα κινητά τηλέφωνα με οποιονδήποτε ήχο διαλέξει κανείς, δεν κοστίζουν πάνω από 99 δολάρια, ένα περιβάλλον εικονικής πραγματικότητας κοστίζει γύρω στο ενάμισι εκατομμύριο. Τουλάχιστον κόστιζε μέχρι τώρα. Τώρα, η εικονική πραγματικότητα διατίθεται στους καλλιτέχνες αντί 3 χιλιάδων δολαρίων. Είναι δηλαδή κάτι σαν το ζενίθ της βιντεοτέχνης το 1965, όταν η φορητή μηχανή βίντεο έγινε διαθέσιμη σε μαζικές τιμές αγοράς.»

Ο Κώστα Αξελός με ξεκάθαρο τρόπο τοποθετεί τα ζητήματα της εικονικότητας στον ορίζοντας της πλήρως αποσαφήνισης λέγοντας: «Εντεύθεν και πέραν της εικονικότητας, και βυθισμένη συγχρόνως μέσα σ’ αυτήν, εκδηλώνεται μια συναισθηματική τονικότητα που συμβαδίζει μ’ έναν ορισμένο συλλογισμό. Ευνοείται επίσης μια αναζήτηση της άμεσης παρουσίας, της φύσης που δεν την έχει ρυπάνει ο πολιτισμός. Ο Ρουσσώ, που είναι στοχαστής και που η επιρροή του παραμένει υποτιμημένη παρά τους ιστορικούς των ιδεών και τους σχολιαστές, είναι ένα έξοχο παράδειγμα αυτής της τάσης. Η νοσταλγία, και κάτι περισσότερο από νοσταλγία, αυτής της άμεσης παρουσίας, όσο κι αν την έχουμε σκεφθεί και διατυπώσει, δεν ξεφεύγει από το βασίλειο της αναπαράστασης. Αυτή η άγρια τάση να καταπολεμηθούν όλα τα δεινά που προκαλεί ο τεχνικός πολιτισμός μένει πάντα προσκολλημένη στην εικονικότητα ενός ανθρώπου που έχει γεννηθεί καλός, και καταλήγει υποσχόμενη έναν μελλοντικό επίγειο παράδεισο… Απ’ αυτό το βασίλειο της παρουσίας και της αμεσότητας, στο εσωτερικό του βασιλείου της αναπαράστασης, τη σημασία της οποίας δεν έχουν αναγνωρίσει οι θεωρητικοί της απελευθέρωσης, διαφεύγει εντελώς η ίδια η καταβαράθρωση του «πραγματικού» που χαρακτηρίζει την τεχνική εποχή η οποία θέλει να είναι ρεαλιστική… Εν τούτοις μέσα στην καρδιά του εκάστοτε παρόντος, που είναι ανοιχτό στο παρελθόν όπως είναι ανοιχτό και στο μέλλον, εκεί ακριβώς αναδύονται οι αστραποβόλες συλλήψεις και οι αστερισμοί του φαντασιακού, καθώς επίσης και τα όνειρα και οι κατασκευές της αναπαράστασης. Χωρίς να λησμονούμε και τα μυστήρια της εικονικότητας.»

Θα λέγαμε ότι ο Κ. Αξελός ανταποκρινόμενος στη κλήση της οντολογίας ξεφεύγει από τα κελεύσματα της καλλιτεχνικής διαθεσιμότητας της εικονικότητας έτσι όπως οριοθετούνται από φιλοσόφους της αισθητικής. Για παράδειγμα ο Michael Rush αναζητά τη πιθανότητα της κρυστάλλινη καθαρότητα που ενδεχομένως εγγράφεται μέσα στην εικονικότητα αναφορικά πάντα με τη τέχνη. Έτσι θα υποστηρίξει: «Ο μαλακός δίσκος (software) για τη δημιουργία τέχνης, διατίθεται δωρεάν από το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, όπου οι ερευνητές του Εργαστηρίου Συγχωνευμένων Συστημάτων, υπό τη διεύθυνση του Χανκ Κατσμάρσκι, έχουν δημιουργήσει μια φορητή μηχανή εικονικής πραγματικότητας, ειδικά προορισμένη για καλλιτέχνες. Δεν είναι τυχαίο ότι την Canvas δημιούργησε το Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις. Το 1992 οι πρωτοπόροι της εικονικής πραγματικότητας, Νταν Σάντιν, Τομ Ντεφάντι και Καρολίνα Κρουζ-Νέιρα δημιούργησαν την πρωτότυπη μηχανή εικονικής πραγματικότητας, σε μεγάλη κλίμακα, στον χώρο του Πανεπιστημίου στο Σικάγο. Είναι κάτι πολύ συναρπαστικότερη από τις ταινίες τρόμου τριών διαστάσεων. Φορώντας τα κατάλληλα γυαλιά και μπαίνοντας στον κύβο με τους έξι τοίχους, είναι σαν να βυθίζεσαι στον ωκεανό ενός άλλου γαλαξία με τα πάντα γύρω να έχουν μια κρυστάλλινη καθαρότητα. Ολόκληρο το σώμα συμμετέχει και μεταλλάσσονται οι αισθήσεις και η ισορροπία. Στην Canvas, τα αποτελέσματα είναι λιγότερο συναρπαστικά, αλλά η σύνολη εμπειρία είναι εξίσου καθοριστική με μόλις ένα μέρος του κόστους… Με δύο μηχανές προβολής (χίλια δολάρια έκαστη) εφοδιασμένες με τα κατάλληλα φίλτρα (300 δολάρια έκαστο) ένα σύγχρονο κομπιούτερ γραφείου και το πρόγραμμα Syzygy, το Canvas είναι έτοιμο για να το χρησιμοποιήσουν οι καλλιτέχνες εκείνοι, οι οποίοι επιθυμούν να εισέλθουν σ’ ένα χώρο, στη διάθεση ώς τώρα μόνο στρατιωτικών σχεδιαστών και επιχειρηματιών. Και τα μόνα που χρειάζεται, το κοινό είναι ένα ζευγάρι γυαλιά στέρεε (1 δολάριο). Για την καλλιτέχνιδα των πολυμέσων Ρόουζ Μάρσακ, είναι αυτό που περίμενε για να δημιουργήσει νέα τέχνη από τον σκληρό δίσκο (hardware). Το χρησιμοποιεί μαζί με τον συγγραφέα Ρικ Πάουερς για να δημιουργήσουν ένα «αισθηματικό Ταξίδι», όπως το αποκαλούν, στον 20ό αιώνα…Ο Νταν Σάντιν έχει δημιουργήσει ένα φορητό σύστημα εικονικότητας και περιοδεύει στον κόσμο, παρουσιάζοντας τα καλλιτεχνικά έργα του τα οποία απαιτούν πολλούς χρήστες. Ενβ, είναι το όνομα μιας σειράς εικονικών καλλιτεχνικών εμπειριών, όπου οι χρήστες αλληλεπιδρούν σε κοινούς, εικονικούς χώρους...Στη σειρά “Ψάχνοντας για νερό”, οι χρήστες συμμετέχουν σε ένα απόκοσμο περιβάλλον, δημιουργημένο από αληθινές φωτογραφίες δορυφόρων. Καθώς προχωρούν, βιώνουν την πτώση στη Γη και σ’ ένα αρχιπέλαγο που τα νερά του είναι δημιουργημένα από αληθινές φωτογραφίες που ο Σάντιν τράβηξε με βίντεο σ’ ένα ταξίδι του με καγιάκ…Η δημιουργία τούτη ή, αναδημιουργία ενός υπερ-φωτορεαλιστικού κόσμου, είναι ο πυρήνας της σύγχρονης τέχνης της εικονικής πραγματικότητας. Οχι όλης όμως. O Νεοϋρκέζος καλλιτέχνης Τζον Σάιμον ο οποίος δημιουργεί τους δικούς του μαλακούς δίσκους για τις εικονικές πραγματικότητες, υποστηρίζει ότι, το καθένα από τα δικά του έργα τέχνης, «είναι ένας μικρός κόσμος που αναπτύσσεται και αλλάζει σύμφωνα με τους κανόνες του». «Οι κόσμοι αυτοί δεν βασίζονται στους φυσικούς νόμους του πραγματικού αλλά στη θεωρία των χρωμάτων, τις ρυθμικές αναλογίες και την αυτοματική σύνθεση». Ορισμένα έργα του να σημειωθεί είναι εμπνευσμένα από τον Μοντριάν.»

Η εικονικότητα είναι μια έννοια στη φιλοσοφία που επεξεργάστηκε ο Γάλλος στοχαστής Gilles Deleuze. Η εικονικοποίηση είναι η διέλευση ρεύματος στο εικονικό. Για τον Pierre Lévy το εικονικό δεν είναι το αντίθετο του πραγματικού, αλλά η συνέχισή του. Υπάρχουν διάφοροι τύποι εικονικοποίησης, όπως η εικονικοποίηση κειμένου, δράσης, παρόν, βίας, σώματος, μεταξύ άλλων. Η εικονικοποίηση ήταν πάντα παρούσα στη ζωή μας και επηρεάζει με πολλούς τρόπους, ειδικά όσον αφορά την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους.»

Σε μια αναζήτηση της φιλοσοφικής προβληματικής περί του εικονικού, στεκόμαστε στον Deleuze ο οποίος με ξεχωριστή ακρίβεια βάζει το ζήτημα σε ξεχωριστή θέση. Ο Deleuze χρησιμοποίησε τον όρο εικονικό για να αναφερθεί σε μια πτυχή της πραγματικότητας που είναι ιδανική, αλλά και πραγματική. Ένα παράδειγμα αυτού είναι το νόημα ή η έννοια μιας πρότασης που δεν αποτελεί υλική πτυχή αυτής της πρότασης (είτε γραπτή είτε προφορική), αλλά παρόλα αυτά αποτελεί χαρακτηριστικό αυτής της πρότασης. Τόσο ο Henri Bergson, ο οποίος επηρέασε έντονα τον Deleuze, όσο και ο ίδιος ο Deleuze χτίζουν την αντίληψή τους για το εικονικό με αναφορά σε ένα απόσπασμα στο οποίο ο συγγραφέας Marcel Proust ο οποίος ορίζει μια εικονικότητα, ως μνήμη ως «πραγματική αλλά όχι πλήρως πραγματική, ιδανική αλλά όχι αφηρημένη». Ένας ορισμός αναφορικά με το εικονικό γράφτηκε από τον Charles Sanders Peirce, ο οποίος αναφέρεται στη φιλοσοφία του Duns Scotus, υποστηρίζει αυτή την κατανόηση του εικονικού ως κάτι που είναι «σαν» να ήταν πραγματικό.

Η έννοια του εικονικού από τον Ντελέζ έχει δύο όψεις: πρώτον, το εικονικό είναι ένα είδος επιφανειακού αποτελέσματος που παράγεται από πραγματικές αιτιακές αλληλεπιδράσεις σε υλικό επίπεδο. Όταν κάποιος χρησιμοποιεί έναν υπολογιστή, η οθόνη εμφανίζει μια εικόνα που εξαρτάται από τις φυσικές αλληλεπιδράσεις που συμβαίνουν σε επίπεδο υλικό. Το παράθυρο δεν είναι πουθενά στην πραγματικότητα, αλλά παρ' όλα αυτά είναι πραγματικό και μπορεί να αλληλεπιδράσει. Αυτό το παράδειγμα οδηγεί στην πραγματικότητα στη δεύτερη πτυχή του εικονικού που επιμένει ο Deleuze και την αποκαλεί γενεσιουργό της φύση. Αυτό το εικονικό είναι ένα είδος δυνατότητας που εκπληρώνεται στην πραγματικότητα. Δεν είναι ακόμα υλικό, αλλά είναι πραγματικό.

Ο Deleuze υποστηρίζει ότι ο Henri Bergson ήταν εκείνος που ανέπτυξε «την έννοια του εικονικού στον υψηλότερο βαθμό» και ότι στήριξε ολόκληρη τη φιλοσοφία του σε αυτό. Αναφερόμενος στον Bergson ο Ντελέζ γράφει ότι το «εικονικό» δεν αντιτίθεται στο «πραγματικό», ενώ το «πραγματικό» αντιτίθεται στο «πιθανό». Αυτός ο ορισμός, ο οποίος είναι σχεδόν αδιάκριτος, προέρχεται από τους μεσαιωνικούς Σχολαστικού και τη μεσαιωνική λατινική λέξη virtualis. Ο Ντελέζ ταυτίζει το εικονικό, που θεωρείται ως μια συνεχής πολλαπλότητα, με τη «διάρκεια» του Henri Bergson θα πει: «εικονικό είναι εκείνο που πραγματοποιείται και κατά τη διάρκεια της πραγματοποίησης του είναι αδιαχώριστο από την κίνηση της πραγματοποίησής του». Différence et Répétition.

Για τον φιλόσοφο Pierre Lévy, το εικονικό δεν είναι αντίθετο με το πραγματικό. Η έννοια του εικονικού έρχεται σε αντίθεση με την έννοια του παρόντος. Η λέξη virtual προέρχεται από το μεσαιωνικό λατινικό virtualis, όπως αναφέραμε και παραπάνω το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το virtus, που σημαίνει δύναμη. Στη φιλοσοφία, είναι εικονικό αυτό που υπάρχει σαν δυναμική και όχι στην πράξη. Για παράδειγμα, το δέντρο υπάρχει ουσιαστικά σαν σπόρο, δηλαδή εκφράζει μια δυναμική.
Στο Différence et Répétition, ο φιλόσοφος Gilles Deleuze διακρίνει την έννοια της δυνατότητας και την έννοια της εικονικότητας. Το δυνατό θα πραγματοποιηθεί χωρίς τίποτα να αλλάξει, στον προσδιορισμό ή στη φύση του, όντας έτσι ένα φανταστικό «πραγματικό» (πιθανό). Το δυνατό είναι ακριβώς όπως το «πραγματικό»: απλώς του λείπει η ύπαρξη. Η πραγματοποίηση ενός εφικτού είναι η καινοτόμος παραγωγή μιας ιδέας ή μιας φόρμας. Έτσι, η διαφορά μεταξύ πιθανού και πραγματικού είναι καθαρά λογική.

«Σε αντίθεση με ό,τι είναι δυνατό, στατικό και ήδη συγκροτημένο, το εικονικό μοιάζει με προβληματικό σύμπλεγμα, με έναν κόμπο δυνάμεων που συνοδεύει μια κατάσταση, ένα γεγονός, ένα αντικείμενο ή οποιαδήποτε οντότητα και που το ονομάζει διαδικασία επίλυσης. Αυτό το προβληματικό σύμπλεγμα ανήκει με μια υπό εξέταση οντότητα και μάλιστα αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες διαστάσεις της φιλοσοφίας . Το πρόβλημα με τον σπόρο, για παράδειγμα, είναι φυτρώνει ένα δέντρο εν δυνάμει Pierre Lévy”.
Στη συνέχεια, το εικονικό διασχίζει όλη την ενημέρωση και εμφανίζεται ως λύση σε ένα πρόβλημα, μια λύση που δεν περιλαμβανόταν ποτέ άλλοτε. Για παράδειγμα, εάν η εκτέλεση ενός καθαρά λογικού προγράμματος υπολογιστή έχει να κάνει με το πιθανό / πραγματικό ζεύγος, η αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπων και υπολογιστικών συστημάτων έχει να κάνει με τη διαλεκτική του εικονικού και του πραγματικού. Η εικονικοποίηση μπορεί να οριστεί ως η αντίστροφη κίνηση της ενημέρωσης. Αποτελείται από ένα πέρασμα από το «ρεύμα» στο «εικονικό», που καταλήγει σε μια «ανύψωση στην εξουσία». Η εικονικοποίηση δεν είναι μια αποπραγματοποίηση (η μετατροπή μιας πραγματικότητας σε ένα πιθανό σύνολο). Η εικονικοποίηση οποιασδήποτε οντότητας συνίσταται στην ανακάλυψη ενός γενικού ζητήματος το οποίο λειτουργεί ως σχέση.

Σύμφωνα με τον Pierre Lévy, η εικονικοποίηση περνά και μέσα από το σώμα. Επεκτείνοντας τις ευφυΐες του σώματος ακόμη και στους τρόπους διατροφής. Σήμερα εφεύραμε εκατό τρόπους για να χτίσουμε τον εαυτό μας, να μοντελοποιήσουμε τον εαυτό μας: διαιτολογία, bodybuilding, πλαστική χειρουργική κλπ. Ωστόσο και η αντίληψη του σώματος εξωτερικεύεται από τα συστήματα τηλεπικοινωνιών που αποτελούν τον ορίζοντα της εικονικοποίησης.. Για παράδειγμα χάρη στις τεχνολογίες του σήμερα όπως κάμερες, μπορούμε να αντιληφθούμε τις αισθήσεις κάποιου άλλου σε άλλη στιγμή και σε άλλο τόπο. Η συμμετρική λειτουργία της αντίληψης γίνεται έτσι προβολή στον κόσμο τόσο στη δράση όσο και στην εικόνα. Κάθε νέα συσκευή προσθέτει ένα είδος δέρματος, ένα ορατό σώμα στο τρέχον σώμα. Το σώμα είναι αναποδογυρισμένο σαν γάντι. Το εσωτερικό περνά στο εξωτερικό . Κάθε μεμονωμένο σώμα γίνεται αναπόσπαστο μέρος ενός τεράστιου, παγκοσμιοποιημένου, υβριδικού υπερ-σώματος. Βungee jumping, αλπικό σκι, θαλάσσιο σκι, surfing και windsurfing, μεγιστοποιούν τη φυσική παρουσία μας εδώ και τώρα. Το προσωπικό σώμα είναι η προσωρινή ενημέρωση ενός τεράστιου υβριδικού κοινωνικού και τεχνοβιολογικού υπερσώματος. Το σύγχρονο σώμα μοιάζει με μια λαμπερή θερμότητα που προσκολλάται στο δημόσιο σώμα.
Ο Pierre Lévy υποστηρίζει επίσης ότι και το κείμενο λειτουργεί έτσι, δεδομένου ότι η προέλευσή του, είναι ένα εικονικό αντικείμενο, αφηρημένο, ανεξάρτητο από μια συγκεκριμένη υποστήριξη.

Γράφει αναφορικά με την εικονικότητα του κειμένου: «Το έργο της ανάγνωσης αποτελεί εικονιστική λειτουργία. Η ανάγνωση γίνεται μια εικονική μηχανή «ανακοστολογεί του κείμενο - όπως γράφει - για να ανοίξει ένα ζωντανό μέσο στο οποίο μπορεί να ξεδιπλωθεί το νόημα. Ο χώρος του νοήματος δεν υπάρχει πριν από την ανάγνωση. Η ανάγνωση το διασχίζει, το χαρτογραφεί, το κατασκευάζει, το ενημερώνει» θα μας πει ο Pierre Lévy.

Γιατί ο Lévy θεωρεί «κείμενο» κάθε είδους περίτεχνο λόγο ή εσκεμμένο σκοπό, συμπεριλαμβανομένων διαγραμμάτων, ακόμη και εικονογραφικών και κινηματογραφικών μηνυμάτων. Σύμφωνα με τον συγγραφέα, η γραφή έχει επιταχύνει τη διαδικασία της εικονικοποίησης της μνήμης, δηλαδή την εξωτερίκευσή της, και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί απλή καταγραφή του λόγου.

Το υπερκείμενο δεν προέρχεται από το κείμενο προέλευσης, αλλά από τη ρύθμιση του μεγέθους των κόμβων ή των βασικών μονάδων, τη δρομολόγηση των συνδέσεων και τη δομή της δι-επαφής πλοήγησης. Η ψηφιακή υποστήριξη επιτρέπει νέες μορφές συλλογικής ανάγνωσης και γραφής. Οι υπερκειμενικές συσκευές αποτελούν ένα είδος αντικειμενοποίησης, εξωτερίκευσης και εικονικοποίησης των διαδικασιών ανάγνωσης. Τα κείμενα στο Διαδίκτυο αποτελούν ουσιαστικά μέρος ενός τεράστιου και ταχέως αναπτυσσόμενου υπερκειμένου.

Στη σύγχρονη εποχή η οικονομία είναι μια οικονομία αποεδαφοποίησης ή εικονικοποίησης. Οι ανερχόμενοι τομείς της εικονικής οικονομίας είναι οι τηλεπικοινωνίες, οι υπολογιστές και τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και η φυσική αποεδαφοποίηση. Τα οικονομικά είναι μια από τις δραστηριότητες της κλιμάκωσης εικονικοποίησης. Το βασικό της νόμισμα έσυγχρονίσει και μετέφερε την εργασία, το εμπόριο και την κατανάλωση. Οι πληροφορίες και η γνώση είναι άυλα αγαθά. Οι πληροφορίες είναι εικονικές. Όσον αφορά την εργασία, δύο δρόμοι ανοίγονται σε επενδύσεις για να αυξηθεί η αποτελεσματικότητά τους: η πραγματοποίηση του εργατικού δυναμικού μέσω αυτοματοποίησης ή εικονικοποίησης των δεξιοτήτων από συσκευές που αυξάνουν τη συλλογική νοημοσύνη.

Μια άλλη εκτίμηση κάνει ο Denis Berthier, στο βιβλίο του 2004 «Méditations sur le réel et le virtuel» («Διαλογισμοί για το πραγματικό και το εικονικό»), που βασίζεται σε χρήσεις στην επιστήμη (εικονική εικόνα), την τεχνολογία (εικονικός κόσμος). Στο ίδιο οντολογικό επίπεδο με τις «πιθανές» (δηλ. ιδανικά-πιθανές) αφαιρέσεις, αναπαραστάσεις ή φανταστικές «μυθιστορίες», το πραγματικά «υλικό» ή το πραγματικά «πιθανό», το «εικονικό» είναι «ιδανικό» όλα γίνονται πραγματικά όλα αυτά ουσιαστικά εμφανίζουν τις πλήρεις ποιότητες του πραγματικού —με έναν καθαρά πραγματικό (δηλαδή, δυνητικό) τρόπο. Το πρωτότυπο σήμερα αποτελεί μια αντανάκλαση έναν καθρέφτη: είναι ήδη εκεί, είτε μπορεί κανείς να το δει είτε όχι. Δεν περιμένει κανενός είδους πραγματοποίηση. Αυτός ο ορισμός επιτρέπει σε κάποιον να κατανοήσει ότι τα πραγματικά εφέ μπορεί να εκδοθούν από ένα εικονικό αντικείμενο, και η αντίληψή μας και η σχέση μας, να κριθεί πλήρως αληθινή, ακόμα κι αν δεν είναι. Αυτό εξηγεί πώς η εικονική πραγματικότητα μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σύμπλεγμα φόβων Ο Brian Massumi έχει καταδείξει τις πολιτικές συνέπειες της εικονικής διαχείρισης.

Σήμερα οι συγγραφείς πάνω απ' όλα χρησιμοποιούν όρους όπως "πιθανό", "δυνητικό" και "πραγματικό" με διαφορετικούς τρόπους και σχετίζουν διαφορετικά ο καθένας το εικονικό κάτω από άλλους όρους. Ο Ντελέζ θεωρεί το αντίθετο του εικονικού ως πραγματικό. Ο Rob Shields υποστηρίζει ότι το αντίθετο από το εικονικό είναι το υλικό γιατί υπάρχουν και άλλες πραγματικότητες, όπως μια πιθανότητα (π.χ., οι «κίνδυνοι» είναι πραγματικοί κίνδυνοι που δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί, αλλά υπάρχει μια «πιθανότητα» να πραγματοποιηθούν).

Το εικονικό είναι πολύ περισσότερο κάτι άλλο από εκείνο που σκέφτεται κάποιος με τεχνικούς ή επικοινωνιακούς όρους. Ο Μ. Λούθηρος υποστήριξε στο κείμενό του The Sacrament of the Body and Blood of Christ—Against the Fanatics, μαζί με άλλους Προτεστάντες, κυρίως τον Zwingli, έναν εικονικισμό της Χριστιανικής Ευχαριστίας, σε ευθυγράμμιση με την Καθολική παράδοση, θεμελιώνει την άποψη ότι η Ευχαριστία ήταν στην πραγματικότητα και όχι ουσιαστικά σώμα και αίμα Χριστού.

Σύμφωνα με τον Massumi στο «Parables for the Virtual», το εικονικό είναι κάτι «απρόσιτο στις αισθήσεις» και μπορεί να γίνει αισθητό στα αποτελέσματά του. Ο ορισμός του συνεχίζει να εξηγεί την εικονικότητα μέσω της χρήσης ενός τοπολογικού σχήματος, στο οποίο οι φωτογραφίες όλων των σταδίων του μετασχηματισμού της θα δημιουργούσαν μια εικονική εικόνα. Η εικονικότητά του έγκειται στην αδυναμία του να φανεί ή να διαγραμμιστεί σωστά, αλλά μπορεί να συλληφθεί στη φαντασία.

Ο Michael Rush θέτει το ζήτημα της αποσταθεροποίηση της εμπειρίας με την εικονικότητα και κυρίως στις εικαστικές διαδικασίες. Πως μπορεί να γίνει η καλλιτεχνική η μίμηση προ-εικόνισμα σταθερότητας της εμπειρίας; Άλλο ένα καίριο ζήτημα ο Michael Rush λοιπόν θα γράψει: «Η μίμηση του πραγματικού δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα αυτούς τους καλλιτέχνες. Τους ενδιαφέρει η μετάλλαξη της σύλληψης και των ιδεών. Οταν ο Μπρους Νάουμαν, ο Μάικλ Σνόου και ο Πίτερ Κάμπους, στράφηκαν στη βιντεοτεχνολογία στη δεκαετία του 1960, το έκαναν για να προκαλέσουν τις προσδοκίες του κοινού, αποσταθεροποιώντας τες και παρέχοντας μια ασυνήθιστη, αντί της κοινής, εμπειρία. Οι «Περιστρεφόμενες σφαίρες» του Νάουμαν, του 1970, είναι ψιλά μια μαγευτική και αινιγματική εμπειρία και σε παρόμοιες προσπάθειες αλλαγής των γνωστών εμπειριών, προέβησαν και κινηματογραφιστές της εποχής εκείνης. Όμως, για να προέλθει αληθινά σπουδαία τέχνη από την εικονική πραγματικότητα, πρέπει να υπερκερασθεί το μαγικό της στοιχείο. H Κάθλιν Χάρλαν, διευθύντρια του Μουσείου Κράνερτ στο Πανεπιστήμιο του Ιλλινόις, προσβλέπει στην ταύτιση της καλλιτεχνικής φαντασίας με την τεχνολογική εξέλιξη. Οι καλλιτέχνες δεν πρέπει απλώς να χρησιμοποιούν την τεχνολογία αλλά να την απελευθερώνουν.Η εικονική πραγματικότητα δίνει απεριόριστες δυνατότητες στη χρήση του φωτός, του ήχου, του χώρου, της αίσθησης, της σύλληψης, της οπτικής εμπειρίας και της κατάλυσής της που είναι όλα τους στοιχεία της σύγχρονης τέχνης. Το ζήτημα δεν είναι τα μηχανήματα, όπως λέει ο Τζον Ιπολίτο. Και βέβαια, το ζήτημα είναι οι ιδέες. H τεχνολογία είναι εδώ, αλλά περιμένει να απελευθερωθεί. Με ιδέες.» (Michael Rush Καθημερινή 10.01.2006)

Η εικονική πραγματικότητα μπορεί να μην είναι σε θέση να παρέχει τις πληροφορίες (συγκεκριμένα συμβάντα) που προκαλούν συναισθηματικές αντιδράσεις που χρειαζόμαστε ως άνθρωποι, αλλά οι ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις επιτρέπουν τις δυνατότητες να συμπληρώσουν όλες τις δυνατές προϋποθέσεις. Εξάλλου οι ανθρώπινες αλληλεπιδράσεις δεν είναι σεναριακά γεγονότα, λες κάτι και κάποιος, σε εικονικό περιβάλλον, αντιδρά σε αυτό. Ο αυθορμητισμός των ανθρώπινων αλληλεπιδράσεων παραμένει το ίδιο δυνατός και στον εικονικό κόσμο. Αυτός ο αυθορμητισμός παρέχει τα «εστιακά πράγματα», όπως τα αποκαλεί ο Albert Borgmann, τα οποία δεν είναι επινοημένα όπως τα σεναριακά γεγονότα. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει θα πει ο Borgmann ότι θα απαξιώσουμε τις εικονικές εφαρμογές αλλά επίσης δεν θα τις υπερεκτιμήσουμε θα διατηρήσουμε την πρόθεση μας να δοκιμάσουμε να αναγνωρίσουμε εκ νέου να ξαναδούμε, να ξαναστοχαστούμε την πραγματικότητα. Θα λέγαμε μάλιστα ότι η αντίληψη του για τα «εστιακά πράγματα» μοιάζει πολύ με το επιχείρημα του Μάρτιν Χάιντεγκερ για τις συσκευές που «πλαισιώνουν» περιβάλλοντα πέρα από το οργανικό επίπεδο. Ο Borgmann υποστηρίζει ότι η σύγχρονη τεχνολογία εστιάζει σε αυτό που αποκαλεί «παράδειγμα συσκευών» στο οποίο ο σκοπός της τεχνολογίας είναι να μεγιστοποιήσει την αποδοτικότητα. Τα εστιακά πράγματα είναι τα πράγματα που βιώνουμε και που μας οδηγούν σε έναν στόχο (ή στην ολοκλήρωση μιας λειτουργίας). Εάν η τεχνολογία μειώνει τη διαδικασία που οδηγεί στον στόχο, μειώνει επίσης τις εμπειρίες, τα κεντρικά πράγματα. Ο Borgmann προτρέπει ότι πρέπει να έχουμε αυτά τα κεντρικά πράγματα γιατί φέρνει κοντά τους ανθρώπους και μας δίνει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα να ζήσουμε. Αλλά αυτή δεν είναι και η οντολογία μας. Ένα από τα παραδείγματά του είναι το γρήγορο φαγητό έναντι του έτοιμου φαγητού. Δεν υπάρχουν εστιακά πράγματα που μπορείτε να αποκτήσετε με τον φευγαλέο χρόνο που χρειάζεται για το γρήγορο φαγητό σε σύγκριση με τη χρονοβόρα αλλά λιγότερο πεζή διαδικασία προετοιμασίας ενός σπιτικού γεύματος. Έτσι, η λύση του Borgmann είναι να «δέσει την τεχνική σφαίρα για να αποκαταστήσει την κεντρική θέση του νοήματος» (Andrew Feenberg 330). Αποτελεί ουσιαστικά μια πράξη μετριοπάθειας στη χρήση της τεχνολογίας. Ωστόσο, ο Andrew Feenberg επικρίνει τον Borgmann με τον ίδιο τρόπο που έκανε και για τον Heidegger, δηλαδή την αδιαφορία του για τον τεχνικό σχεδιασμό και την ανάλυσή του. Στην πραγματικότητα, δεν είναι σαφές θα μας πει στο έργο του Borgmann εάν οι επικρίσεις του αφορούν τη στάση μας απέναντι στην τεχνολογία ή τον τεχνικό σχεδιασμό της ως ένα στοιχείο μιας νέας οντολογίας. Μπορεί δηλαδή η νέα τεχνολογία να οργανώνει μια νέα οντολογία σε άλλους ορίζοντες πέρα από τις ανθρωποκεντρικές και σημειολογικές αναχωνεύσεις; Αυτό αποτελεί ένα σύγχρονο πρόβλημα και μαζί ένα ερώτημα της Φιλοσοφίας.

Απόστολος Αποστόλου. Καθηγητής Πολιτικής και Κοινωνικής Φιλοσοφίας

Pin It